- ἑλκῶδες
- ἑλκώδηςlike a woundmasc/fem voc sgἑλκώδηςlike a woundneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελκώδης — ες (AM ἑλκώδης, ες) 1. αυτός που μοιάζει με έλκος, που εμφανίζει συμπτώματα έλκους («ελκώδης πληγή», «ἑλκώδης χρώς») 2. γεμάτος έλκη («ἑλκώδεις κνῆμαι») νεοελλ. φρ. «ελκώδες έντερο» η μοίρα τού λεπτού εντέρου μεταξύ πέρατος τού δωδεκαδακτύλου και … Dictionary of Greek